λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… … Dictionary of Greek
άφθα — Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε… … Dictionary of Greek
αφθώδης — ες (Α ἀφθώδης, ες) [άφθα] αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα») νεοελλ. φρ. «αφθώδης πυρετός» αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα … Dictionary of Greek
δερμοτόμος — ο συσκευή με την οποία αφαιρούνται λεπτά τεμάχια δέρματος για να χρησιμοποιηθούν ως μοσχεύματα σε εξελκώσεις ή εγκαύματα … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
μυκητοειδής — ές 1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές τής γλώσσας») 2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων τού δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, ητος + ειδής*.… … Dictionary of Greek
παραδενολεμφίτιδα — η, Ν ιατρ. μορφή υποξείας βουβωνικής αδενίτιδας που έχει σχέση με εξελκώσεις τών γεννητικών οργάνων … Dictionary of Greek
χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση … Dictionary of Greek
ακοκκιοκυτταραιμία — Παθολογική κατάσταση στην οποία υπάρχει μεγάλη ελάττωση των ουδετερόφιλων πολυμορφοπύρηνων του αίματος, που συνοδεύεται από κλινικές εκδηλώσεις. Όταν ο αριθμός των ουδετερόφιλων πυρήνων είναι κάτω από 1.000 κ. χλστ., τότε ο ασθενής πάσχει από… … Dictionary of Greek
κιρσοί — Όρος ο οποίος υποδηλώνει τη μόνιμη διάταση, εξοίδηση, επιμήκυνση και περιέλιξη των φλεβών. Πρόκειται για εκφυλιστική βλάβη των φλεβών. Αίτια δημιουργίας των κ. είναι η συγγενής έλλειψη ή ανεπάρκεια των βαλβίδων των φλεβών, οι οποίες φυσιολογικά… … Dictionary of Greek